-
1 ἐξομόργνυμι
A wipe off from, :—[voice] Med., wipe off from, purge away a pollution, νασμοῖσι with water, Id.Hipp. 653; αἷμα ἐξομόρξασθαι πέπλοις wipe off blood on your garments, Id.HF 1399, cf. El. 502.II metaph., ἐξομόρξασθαί τινι μωρίαν wipe off one's folly on another, i.e. give him part of it, Id.Ba. 344, parodied by Ar.Ach. 843.2 = ἀπομάττομαι, stamp or imprint upon,ἃ ἑκάστη ἡ πρᾶξις αὐτοῦ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν Pl.Grg. 525a
, cf. Lg. 775d, prob. in Chaerem.14.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξομόργνυμι
См. также в других словарях:
εξομόργνυμι — ἐξομόργνυμι (AM) 1. καθαρίζω, σκουπίζω 2. αποτυπώνω κάτι κάπου («ἅ ἑκάστη ἡ πράξις αὐτοῡ ἐξωμόρξατο εἰς τὴν ψυχήν», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ομόργνυμι «σκουπίζω»] … Dictionary of Greek